αγιόψαρο

αγιόψαρο
το
το χριστόψαρο*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + ψάρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χριστόψαρο — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Zeus faber, αλλ. αγιόψαρο και σανπιέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. διαλ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”